"Stichwahl" έννοια στο γερμανικά λεξικό

Stichwahl

θηλυκόIPA: / ʃtˈɪçvɑːl /

engere Wahl, zweiter Wahlgang zw. nur mehr zwei Kandidaten.

Συνώνυμα
Κλίση
Κλίση
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός
Ονομαστική
die Stichwahl
die Stichwahlen
Γενετική
der Stichwahl
der Stichwahlen
Δοτική
der Stichwahl
den Stichwahlen
Αιτιατική
die Stichwahl
die Stichwahlen
Μεταφράστε "Stichwahl" στο
Λέξεις που βρίσκονται κοντά

Stichsägen · Stichtag · Stichtage · Stichwaffe · Stichwaffen · Stichwahl · Stichwort · Stichworte · Stichwörter · Stichwortverzeichnis · Stichwunde

Η μετάφραση μπορεί να μην είναι σωστή. Τα παραδείγματα προέρχονται από μη ελεγμένη εξωτερική πηγή.
αγγλικά
/ tʁˈɛ̃ /
ρήμα
υπολογιστές
σερβικά
/ prosed /
αρσενικό
μαγειρική
γερμανικά
/ kˌɔliːzjˈoːn /
θηλυκό
γαλλικά
/ ɑ̃fløʁˈe /
ρήμα